τροφοδοσία

τροφοδοσία
alimentation

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • τροφοδοσία — η, Ν 1. η χορήγηση τροφής ή, γενικότερα, η παροχή τών απαραίτητων τροφίμων σε πολλά, συνήθως, άτομα («τροφοδοσία του στρατού») 2. ναυτ. η υποχρέωση τού πλοιοκτήτη η οποία προκύπτει από τη σύμβαση ναυτολόγησης και συνίσταται στην παροχή τροφής στο …   Dictionary of Greek

  • τροφοδοσία — η η χορήγηση τροφών ιδίως σε πλήθος ανθρώπων, τροφοδότηση, τάισμα: Η τροφοδοσία των στρατιωτών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • συσσωρευτής — Συσκευή ικανή να αποθηκεύει ενέργεια και να την αποδίδει όταν τη χρειαζόμαστε. Ανάλογα με τον τύπο της ενέργειας που αποθηκεύεται, ο σ. διακρίνεται σε ηλεκτρικό, θερμικό, μηχανικό, υδραυλικό κλπ.: ο πιο γνωστός και πιο διαδομένος είναι ο… …   Dictionary of Greek

  • τροφοδοτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τροφοδότη και στην τροφοδοσία ή στην τροφοδότηση 2. φρ. «τροφοδοτικό σύστημα» (ηλεκτρ.) σύστημα που εξασφαλίζει την τροφοδοσία μιας ηλεκτρικής ή ηλεκτρονικής διάταξης με ηλεκτρική ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • αναμεταβιβαστής — ο (Ηλεκτρ.) μονάδα ελέγχου που χρησιμοποιείται σε ενδιάμεσους σταθμούς για την τροφοδοσία μιας μονάδας πομπού δέκτη ασυρμάτου προκειμένου να εξασφαλιστεί επικοινωνία και κατά τις δύο διευθύνσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναμεταβιβάζω. Απόδοση στα Ελληνικά… …   Dictionary of Greek

  • ανεμιστήρας — Μηχάνημα που χρησιμεύει για την ανανέωση του αέρα σε κλειστούς χώρους ή για τη δημιουργία ρεύματος αέρα (εξαερισμός κτιρίων και ορυχείων, τροφοδοσία με αέρα και απομάκρυνση των αερίων καύσης από λέβητες και κάμινους, ψύξη τμημάτων μηχανών, ψύξη… …   Dictionary of Greek

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

  • ατμολέβητας — Ειδική συσκευή μέσα στην οποία θερμαίνεται έως ότου βράσει νερό για την παραγωγή ατμού με πίεση μεγαλύτερη από την ατμοσφαιρική. Ο ατμός με πίεση χρησιμοποιείται είτε για την τροφοδοσία θερμικών μηχανών είτε για διάφορες άλλες χρήσεις (κεντρικές… …   Dictionary of Greek

  • βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… …   Dictionary of Greek

  • διανομέας — Όργανο ή σύνολο οργάνων με τα οποία εισάγεται στις μηχανές που λειτουργούν με κινητήριο ρευστό το ρευστό αυτό. Στις παλινδρομικές ατμομηχανές ο δ. ρυθμίζει τις διάφορες φάσεις του κινητήριου ρευστού στο εσωτερικό του κυλίνδρου, με το άνοιγμα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”